Δημόσιο – Επαναφορά Δώρων: Η αντισυνταγματικότητα των περικοπών και η αναδρομικότητα κρίνονται από το ΣτΕ
Κοινοποίησε το
Δημόσιο – Επαναφορά Δώρων: Η αντισυνταγματικότητα των περικοπών και η αναδρομικότητα κρίνονται από το ΣτΕ
Η ΑΔΕΔΥ, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να αποκλείσει το θέμα με το επιχείρημα του «υπέρογκου δημοσιονομικού κόστους», συνεχίζει ακατάπαυστα την προσπάθεια για την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού για τους δημοσίους υπαλλήλους, διεκδικώντας μάλιστα την αναδρομική ισχύ αυτών, εάν το ΣτΕ αποφασίσει θετικά.
Η ημερομηνία 6η Ιουνίου 2025 έχει καθοριστεί ως μια κρίσιμη ημέρα για τους δημοσίους υπαλλήλους, καθώς τότε θα πραγματοποιηθεί η πρότυπη δίκη από την Ολομέλεια του ΣτΕ για την επαναφορά των δώρων. Ενόψει αυτής της δίκης, η νομική σύμβουλος της ΑΔΕΔΥ έχει εκδώσει γνωμοδότηση που καταγράφει τα δύο κυρίως ζητήματα που θα εξεταστούν:
Α) Την πιθανή αντίθεση των σχετικών νομοθετημάτων με το Σύνταγμα και το ευρωπαϊκό δίκαιο, σχετικά με την μη επαναφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας όπως ορίζονταν από τον ν.3105/2003,
Β) Τη διεκδίκηση της επαναφοράς αυτών των επιδομάτων, με την έμφαση στην ισότητα με τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα.
Η δίκη αυτή θα κρίνει την αντισυνταγματικότητα της περικοπής των δώρων, η οποία θεωρείται ενδεχομένως αντίθετη και στο ενωσιακό δίκαιο, αλλά και την αναγκαιότητα της επαναφοράς τους για λόγους ισότητας μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων. Αν η δικαστική απόφαση είναι θετική, θα ανοίξει και το ζήτημα της αναδρομικότητας, δεδομένου ότι η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού ανατρέχει στην ημερομηνία έναρξής του, ενώ η ακύρωση της παράλειψης νομοθετικής ρύθμισης είναι επίσης αναδρομική.
Ωστόσο, βάσει της γνωμοδότησης, θα δικαιούνται αναδρομικότητα μόνο οι δημόσιοι ασφαλισμένοι που είχαν κινηθεί νομικά, υποβάλλοντας αγωγές έως την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του ΣτΕ ή έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης.
Συγκεκριμένα, η Νομική Σύμβουλος της ΑΔΕΔΥ καταγράφει τα εξής σημαντικά δεδομένα:
- Το ΣτΕ, σε περιπτώσεις με σημαντικό δημοσιονομικό ενδιαφέρον και ευρύ κύκλο εμπλεκομένων, μπορεί να αποφασίσει ότι οι διατάξεις ενός νόμου κρίνονται ως αντισυνταγματικές μεν, αλλά η ισχύς τους καταργείται από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης της Ολομέλειας, χωρίς αναδρομικότητα.
- Το δικαστήριο μπορεί επίσης να ορίσει ως χρονικό όριο για την έναρξη των συνεπειών της απόφασής του την ημερομηνία της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης. Αυτό σημαίνει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι που είχαν ήδη υποβάλλει αγωγές ή άλλα ένδικα βοηθήματα πριν από αυτή την ημερομηνία, μπορούν να επικαλεστούν την κηρυχθείσα αντισυνταγματικότητα και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους για το προηγούμενο χρονικό διάστημα.
- Αντιθέτως, όσοι προχωρήσουν σε νομικές ενέργειες μετά τη δημοσίευση της απόφασης του ΣτΕ ή μετά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, δεν θα μπορούν να επικαλεστούν την αντισυνταγματικότητα για να διεκδικήσουν αναδρομικές αξιώσεις για το προηγούμενο διάστημα.
Η γνωμοδότηση αφορά την αναστολή της δικαστικής διαδικασίας σε εκκρεμείς υποθέσεις που σχετίζονται με το ίδιο ζήτημα που εκκρεμεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, συγκεκριμένα την επαναφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας στο Δημόσιο. Από την ημερομηνία ανάρτησης της σχετικής γνωστοποίησης, αναστέλλεται η διαδικασία έκδοσης απόφασης για όσες υποθέσεις έχουν ίδιο νομικό ζήτημα, μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης από την Ολομέλεια του ΣτΕ.
Το νομικό πλαίσιο παρέχει ότι η αναστολή δεν επηρεάζει τη δυνατότητα των διαδίκων να προστατεύονται προσωρινά και επιτρέπει την υποβολή υπομνημάτων ενώπιον του δικαστηρίου που εκκρεμεί η διαδικασία, αναπτύσσοντας τους ισχυρισμούς τους σχετικά με το επίμαχο ζήτημα.
Τέλος, μετά την επίλυση του νομικού ζητήματος από το ΣτΕ, οι υποθέσεις που είχαν ανασταλεί και αφορούν αποκλειστικά αυτό το ζήτημα, θα πρέπει να εισαχθούν υποχρεωτικά σε συμβούλιο για κρίση. Αυτό σημαίνει ότι το δικαστήριο θα πρέπει να ακολουθήσει την κρίση του ΣτΕ και να αποφασίσει ανάλογα, διπλασιάζοντας τα δικαστικά έξοδα για τον διάδικο που επικαλείται ζητήματα που έχουν ήδη επιλυθεί μέσω της πιλοτικής δίκης, εάν τα ενστάσεις τους δεν κριθούν βάσιμες.
Δημόσιο – Επαναφορά Δώρων: Η αντισυνταγματικότητα των περικοπών και η αναδρομικότητα κρίνονται από το ΣτΕ
Η προαναφερθείσα γνωμοδότηση διερευνά τις συνέπειες της πιθανής θετικής έκβασης της υπόθεσης στην Ολομέλεια του ΣτΕ, σχετικά με την αναστολή των δικών που εκκρεμούν με παρόμοιο νομικό ζήτημα και το χρονικό όριο εφαρμογής των συνεπειών της αποφάσεως. Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση, από την ημερομηνία ανακοίνωσης της απόφασης αναστέλλεται η διαδικασία έκδοσης απόφασης για όλες τις υποθέσεις που αφορούν το ίδιο ζήτημα μέχρι την τελική διευθέτηση της πρότυπης δίκης.
Επιπλέον, αναφέρεται ότι η αντισυνταγματικότητα κηρυχθέντων νόμων και η ακύρωση παραλείψεων νομοθετικής ρύθμισης έχουν αρχικά αναδρομικό χαρακτήρα. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τον υψηλό αριθμό εμπλεκόμενων και τις σημαντικές δημοσιονομικές συνέπειες, το ΣτΕ μπορεί να καθορίσει ότι οι συνέπειες της αποφάσεως θα ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσής της, αποκλείοντας έτσι την αναδρομική εφαρμογή για όλους εκτός από εκείνους που έχουν ήδη κινηθεί νομικά.
Σημαντικό είναι επίσης ότι η δικαστική πρακτική του ΣτΕ τοποθετεί έναν σαφή χρονικό περιορισμό στις αναδρομικές επιπτώσεις των αποφάσεων του, με στόχο τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και της δημοσιονομικής σταθερότητας. Οι διάδικοι με εκκρεμείς υποθέσεις μπορούν να επικαλεστούν την αντισυνταγματικότητα προηγούμενων νόμων μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του ΣτΕ για τη δική τους υπόθεση, αν και έχουν ασκήσει τα ανάλογα ένδικα μέσα έγκαιρα, αλλά για αξιώσεις μετά τη δημοσίευση δεν ισχύει η αναδρομικότητα.
Στην περίπτωση της ΟλΣτΕ 1890/2019, το Συμβούλιο της Επικρατείας αντιμετώπισε την έκδοση ακυρωτικής απόφασης για κανονιστικές πράξεις που επηρέαζαν τις επικουρικές συντάξεις. Αναγνώρισε την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων, αλλά επέβαλε τις συνέπειες της ακυρώσεως από τη στιγμή της δημοσίευσης της απόφασης και όχι αναδρομικά. Αυτή η απόφαση αντανακλά μία προσπάθεια ισορροπίας μεταξύ της ανάγκης για νομική ασφάλεια, της προστασίας των καλόπιστων διοικουμένων και του δημόσιου συμφέροντος, ειδικά σε περιόδους οικονομικής αβεβαιότητας.
Η εφαρμογή της απόφασης από τη στιγμή της δημοσίευσης δημιουργεί ένα χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο τα αποτελέσματα της δικαστικής απόφασης ισχύουν ενώπιον όλων, εξασφαλίζοντας τη συνέχεια των διοικητικών και νομικών διαδικασιών και περιορίζοντας τον κίνδυνο νομικού χάους που θα προέκυπτε από την αναδρομική εφαρμογή της απόφασης σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων.
Συνοψίζοντας, το ΣτΕ διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να ορίζει το χρόνο από τον οποίο οι ακυρωτικές αποφάσεις θα έχουν αποτέλεσμα, σταθμίζοντας τις υπάρχουσες πραγματικές συνθήκες και το δημόσιο συμφέρον. Αυτή η δυνατότητα είναι κρίσιμη για τη διασφάλιση της σταθερότητας και της προβλεψιμότητας στη διοίκηση και το νομικό σύστημα, ειδικά όταν εμπλέκονται ευρείες κατηγορίες πολιτών και μεγάλος όγκος υποθέσεων.
Δημόσιο – Επαναφορά Δώρων: Η αντισυνταγματικότητα των περικοπών και η αναδρομικότητα κρίνονται από το ΣτΕ
Η αναλυτική περιγραφή της νομολογίας παρουσιάζει την προσέγγιση του Συμβουλίου της Επικρατείας σε ζητήματα αντισυνταγματικότητας διοικητικών πράξεων και τις συνέπειες της ακυρωτικής αποφάσεως. Όπως αναφέρεται, οι συνέπειες της ακυρώσεως μπορούν να εφαρμοστούν αναδρομικά στον χρόνο εκδόσεως της πράξης, αλλά το ΣτΕ έχει τη δυνατότητα να ορίσει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με την αιτιολόγηση επιβάλλοντος δημόσιου συμφέροντος, ότι οι συνέπειες της ακυρώσεως θα επέλθουν από μια μεταγενέστερη ημερομηνία, η οποία δεν μπορεί να είναι μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως.
Αυτή η διάταξη εξασφαλίζει ότι οι διοικούμενοι που έχουν προσφύγει και όσοι άλλοι έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης μπορούν να επικαλεστούν την αντισυνταγματικότητα και να διεκδικήσουν τις οικείες αξιώσεις τους για το χρονικό διάστημα πριν τη δημοσίευση της απόφασης, ενώ οι αξιώσεις για χρονικά διαστήματα μετά τη δημοσίευση δεν μπορούν να στηριχθούν στη διαπιστωμένη αντισυνταγματικότητα.
Σε περιπτώσεις με έντονο δημοσιονομικό ενδιαφέρον, όπως η υπόθεση με τις επικουρικές συντάξεις, το ΣτΕ μπορεί να καθορίσει ότι οι συνέπειες της αποφάσεως θα επέλθουν από την ημερομηνία της δημοσίευσής της, παρέχοντας χρόνο στο κοινοβούλιο για να προβεί σε απαραίτητες νομοθετικές προσαρμογές. Αυτό βοηθά στη διασφάλιση της νομικής συνέχειας και στην αποφυγή περαιτέρω νομικής και δημοσιονομικής αστάθειας.
Η συνολική ανάλυση και τα συμπεράσματα που παρέχονται διευκρινίζουν πως το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει τη δυνατότητα να χειριστεί τις συνέπειες των αντισυνταγματικών διατάξεων με τρόπο που να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον και να περιορίζει την αναδρομικότητα των αποφάσεων σε περιπτώσεις που αφορούν μεγάλο αριθμό ατόμων ή έχουν έντονο δημοσιονομικό ενδιαφέρον.
Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη των ενδιαφερομένων να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ως προς την τήρηση των διαδικασιών και τις προθεσμίες για την άσκηση των αγωγών τους, ώστε να μπορούν να διεκδικήσουν επαρκώς τα δικαιώματά τους βάσει της δικαστικής απόφασης που θα εκδοθεί.
Συνεπώς, η κατανόηση των δικονομικών διατάξεων και η αντίστοιχη ενημέρωση και προετοιμασία από τους ενδιαφερομένους και τους νομικούς τους συμβούλους είναι καίριας σημασίας για την επιτυχή διεκδίκηση των αξιώσεων τους, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που αφορούν την επαναφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας ή άλλων σημαντικών αποδοχών που έχουν καταργηθεί.
Η ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
Δείτε Περισσότερα: