Σε αβεβαιότητα ο βασικός μισθός
Κοινοποίησε το
Σε αβεβαιότητα ο βασικός μισθός
Η διαμάχη για τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα είναι ένα πεδίο που διαγράφεται από πολλαπλές νομικές και πολιτικές συγκρούσεις.
Το νομοθετικό πλαίσιο που υποστηρίζεται από την Ευρωπαϊκή οδηγία έχει ως στόχο να εξασφαλίσει επαρκείς κατώτατους μισθούς στα κράτη μέλη, αλλά αντιμετωπίζει νομική πρόκληση από τη Δανία και τη Σουηδία, που θεωρούν πως αυτή η οδηγία επεμβαίνει στα εθνικά τους συστήματα εργασιακών σχέσεων.
Η κατάσταση εντείνεται με την αποχώρηση από τις σχετικές επιτροπές πριν αυτές καν συνεδριάσουν, όπως και τον πόλεμο ανακοινώσεων μεταξύ της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργαζομένων Ελλάδας (ΓΣΕΕ) και του Υπουργείου Εργασίας, προσθέτοντας έτσι ένα ακόμα επίπεδο στη σύγκρουση.
Η άποψη του Γενικού Εισαγγελέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που τάσσεται υπέρ της κατάργησης της οδηγίας, προσθέτει μια σημαντική διάσταση στην ήδη τεταμένη κατάσταση. Αυτή η αντίδραση μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές νομοθετικές αλλαγές στην Ελλάδα, αν η οδηγία τελικά ακυρωθεί, καθώς ο νόμος που υιοθέτησε η ελληνική Βουλή θα χρειαστεί να αναθεωρηθεί.
Η προσφυγή της Δανίας κατά της Ευρωπαϊκής οδηγίας για τους κατώτατους μισθούς φαίνεται να έχει διπλή βάση, σύμφωνα με τον εργατολόγο Γιάννη Καρούζο. Πρώτον, η Δανία ισχυρίζεται ότι η οδηγία υπερβαίνει τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραβιάζοντας το άρθρο 153, παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), το οποίο απαγορεύει στην ΕΕ να νομοθετεί στους τομείς των αμοιβών και του δικαιώματος συνδικαλιστικής οργάνωσης. Η Δανία υποστηρίζει ότι η οδηγία αυτή εμπλέκεται σε θέματα που θα έπρεπε να αφεθούν στη δικαιοδοσία των κρατών μελών.
Δεύτερον, η Δανία ισχυρίζεται ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δεν ακολούθησαν την κατάλληλη διαδικασία κατά την έγκριση της οδηγίας. Αυτό ενδέχεται να αφορά ελλείψεις στη διαφάνεια, τη συμμετοχή ή την εκτίμηση επιπτώσεων που απαιτούνται από τους νομοθετικούς κανόνες της ΕΕ.
Αυτές οι κατηγορίες της Δανίας θέτουν σε δοκιμασία την ισχύ και την εφαρμογή της οδηγίας σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, και έχουν σημαντικές επιπτώσεις για το πώς οι εθνικές κυβερνήσεις και η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορούν να συνεργάζονται για τη ρύθμιση των εργασιακών θεμάτων.
Η κατάσταση σχετικά με τη διαμόρφωση του νέου κατώτατου μισθού στην Ελλάδα φαίνεται να είναι πολύπλοκη και φορτισμένη με έντονες πολιτικές και συνδικαλιστικές αντιδράσεις. Από τη μία πλευρά, η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως, προσπαθεί να ενεργοποιήσει δύο επιτροπές για να συμβουλευτούν και να διατυπώσουν προτάσεις για τον κατώτατο μισθό της επόμενης τριετίας, αλλά αντιμετωπίζει αντιστάσεις.
Οι επιτροπές αυτές, που θα περιλαμβάνουν εκπροσώπους των εργαζομένων και των εργοδοτών, καθώς και τεχνοκράτες, αναμένεται να λειτουργήσουν ως φόρουμ για την εξέταση του ζητήματος με σκοπό τη διασφάλιση δίκαιων μισθών κατά την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς.
Σε αβεβαιότητα ο βασικός μισθός
Από την άλλη πλευρά, η ΓΣΕΕ αρνείται να συμμετάσχει στον διάλογο, χαρακτηρίζοντας τον προσχηματικό και υποστηρίζοντας ότι οι αυξήσεις των μισθών έχουν ήδη προαποφασιστεί, με τον κατώτατο μισθό να αναμένεται να αυξηθεί από τα σημερινά 830 ευρώ στα 950 ευρώ έως το 2028. Η άρνηση της ΓΣΕΕ να συμμετάσχει θεωρείται από την υπουργό ένδειξη αδιαφορίας για τη συμβολή στον διάλογο που μπορεί να επηρεάσει θετικά τις ζωές εκατομμυρίων εργαζομένων.
Αυτή η κατάσταση αναδεικνύει τις πολλαπλές προκλήσεις που συναντούν οι πολιτικές για την εργασία σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και τις δυσκολίες στην επίτευξη ενός πραγματικά συμμετοχικού και αποτελεσματικού διαλόγου μεταξύ των διαφόρων φορέων.
Η συζήτηση γύρω από τον νέο κατώτατο μισθό στην Ελλάδα φαίνεται να είναι ένα θέμα κρίσιμης σημασίας τόσο για την ιδιωτική όσο και για τη δημόσια σφαίρα. Με την προοπτική ενός σταδιακού αυξανόμενου μισθού που επιδιώκει να φτάσει στα 950 ευρώ έως το 2028, οι εμπλεκόμενες πλευρές — επιστημονικοί φορείς, εργοδότες και εκπρόσωποι εργαζομένων — έχουν ένα σημαντικό βάρος να διαχειριστούν.
Η επίτευξη αυτής της σταδιακής αύξησης θα απαιτήσει μια προσεκτική ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες της αγοράς εργασίας, την οικονομική ανάπτυξη και τη διασφάλιση ενός δίκαιου βιοτικού επιπέδου για τους εργαζόμενους. Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει την εφαρμογή μεσοσταθμικών αυξήσεων της τάξης των 40 με 50 ευρώ ετησίως, κάτι που απαιτεί συνεχή παρακολούθηση και προσαρμογή ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες.
Πέρα από τις προβλέψεις της κυβέρνησης, και η Τράπεζα της Ελλάδος φαίνεται να είναι αισιόδοξη, αναμένοντας αυξήσεις κατά 5% ετησίως. Αυτή η εκτίμηση δείχνει μια γενικότερη θετική προσδοκία για την ελληνική οικονομία και τη δυνατότητά της να υποστηρίξει τη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών.
Η ανάγκη για διαφάνεια, ουσιαστικό διάλογο και έντιμη διαπραγμάτευση είναι κρίσιμη. Οι εργαζόμενοι, μέσω των εκπροσώπων τους, πρέπει να έχουν μια ισχυρή φωνή στο διάλογο αυτό, ενώ οι εργοδότες και οι κυβερνητικοί φορείς πρέπει να εργαστούν για την εξασφάλιση ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται εξυπηρετούν το γενικότερο καλό και δεν οδηγούν σε αποκλεισμούς ή ανισότητες στην εργασιακή αγορά.
Δείτε Περισσότερα: