Απόφαση καθοριστική για την ισχύ των ρητρών εχεμύθειας και ανταγωνισμού – Πότε παύουν να ισχύουν.
Κοινοποίησε το
Απόφαση καθοριστική για την ισχύ των ρητρών εχεμύθειας και ανταγωνισμού – Πότε παύουν να ισχύουν.
Σημαντική απόφαση εξέδωσε το Πρωτοδικείο σχετικά με τη ρήτρα εχεμύθειας και ανταγωνισμού που επιβάλλουν οι επιχειρήσεις στους εργαζόμενους.
Συγκεκριμένα, το Μονομελές Πρωτοδικείο απέρριψε το αίτημα προσωρινής διαταγής του Ι.ΙΕΚ, το οποίο ζητούσε να απαγορευθεί σε έναν καθηγητή να εργαστεί σε ανταγωνιστική επιχείρηση.
Πρόκειται για ρήτρες που οι εργαζόμενοι καλούνται να υπογράψουν σχετικά με τη μη ανταγωνιστικότητα και τον εχεμύθεια, όσον αφορά τα δεδομένα που έχουν πρόσβαση ως μέρος της εργασίας τους. Κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου, χιλιάδες εργαζόμενοι στον χώρο της εστίασης και του τουρισμού κλήθηκαν να υπογράψουν αυτές τις ρήτρες με ποινικές διατάξεις που φαίνεται ότι είναι υπερβολικές και αναλογίας.
Πριν από την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους και των μαθημάτων, ο συγκεκριμένος καθηγητής βρέθηκε άνεργος, καθώς η σύμβαση εργασίας του λήγει τον Ιούνιο και δεν ανανεώθηκε για τον επόμενο χρόνο με πρωτοβουλία του Ι.Ι.Ε.Κ. Ο καθηγητής προσπάθησε να βρει εργασία αλλού και επικοινώνησε με άλλους φορείς και το Ι.Ι.Ε.Κ., ελπίζοντας σε μελλοντική απασχόληση. Ωστόσο, υποβλήθηκε αίτηση για ασφαλιστικά μέτρα με αίτημα προσωρινής διαταγής από τον αντίδικο, το Ι.Ι.Ε.Κ., μεταξύ άλλων, ζητώντας από τον καθηγητή να μην εργαστεί σε ανταγωνιστική επιχείρηση και να παραδώσει ή καταστρέψει κάθε εμπιστευτική πληροφορία που είχε στην κατοχή του. Το αίτημα για προσωρινή διαταγή απορρίφθηκε, καθώς δεν είναι νομικά, δικαστικά και ηθικά δικαιολογημένο να υποχρεωθεί ένας νέος επιστήμονας, κατά τη διάρκεια της πιο παραγωγικής δεκαετίας της ζωής του, στην ανεργία, στην αποξένωση από το επιστημονικό έργο του και στην ανέχεια.
Ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος εξηγεί ότι οι ρήτρες εχεμύθειας, πίστης και άλλες που συμφωνούνται και υπογράφονται μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη, προκειμένου να δεσμεύσουν τον εργαζόμενο, είναι απαραίτητο να περιλαμβάνονται ρητά στο συμβατικό κείμενο. Η νομιμότητά τους εξετάζεται με βάση το περιεχόμενό τους, τη διάρκεια ισχύος τους και την ανάγκη προστασίας ενός δικαιολογημένου συμφέροντος του εργοδότη, με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας. Έτσι, ρήτρες εχεμύθειας που δεν έχουν συμφωνηθεί ρητά να ισχύουν μετά το τέλος της εργασιακής σχέσης δεν δημιουργούν νομική υποχρέωση και θεωρούνται αδύναμες.
Απόφαση καθοριστική για την ισχύ των ρητρών εχεμύθειας και ανταγωνισμού – Πότε παύουν να ισχύουν.
Δικαστική προστασία των εργαζομένων από ρήτρες ανταγωνισμού
Όσον αφορά τις ρήτρες περί παράλειψης ανταγωνισμού, οι οποίες είναι συνηθισμένες στην ελληνική αγορά εργασίας, πρέπει να σημειώσουμε ότι ελέγχονται ως καταχρηστικές και παράλληλα εκδικητικές με βάση τα εξής κριτήρια:
Α) Διάρκεια της ρήτρας μετά το τέλος της σύμβασης.
Η ρήτρα δεν μπορεί να έχει μια αναλογία στο χρόνο που ο εργαζόμενος εργαζόταν στον εργοδότη και τον χρόνο που αυτός ο εργαζόμενος απασχολείται στον ανταγωνιστή. Παράδειγμα αντίφασης αποτελεί μια ρήτρα που απαγορεύει στον εργαζόμενο να εργαστεί για τρία (3) χρόνια μετά τη λήξη της σύμβασης, ενώ ο εργαζόμενος είχε εργαστεί στην επιχείρηση για μόνο ένα (1) έτος.
Β) Γεωγραφική έκταση εφαρμογής της ρήτρας ανταγωνισμού.
Επίσης σημαντική είναι η καθορισμένη γεωγραφική έκταση εφαρμογής της υποχρέωσης κατά τη διαδικασία ελέγχου της ισχύος των ρητρών ανταγωνισμού. Κρίσιμα στοιχεία περιλαμβάνουν τον κλάδο και την περιοχή (εθνικά ή διεθνώς προσδιορισμένη) όπου δραστηριοποιείται ο εργοδότης, τον τόπο εργασίας του συγκεκριμένου εργαζόμενου, τη σημασία της τεχνογνωσίας, των καινοτομιών και γενικά των επιχειρηματικών απορρήτων που διαχειρίζεται ο εργαζόμενος για την ανταγωνιστική θέση της επιχείρησης, καθώς και τον οικονομικό αντίκτυπο της ενδεχόμενης αποκάλυψής τους σε ανταγωνιστές που εργάζονται είτε σε τοπικό επίπεδο είτε σε διεθνές επίπεδο επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Γ) Προβλέποντας οικονομική ανταμοιβή
Η προϋπόθεση για αποζημίωση ενδέχεται να ισορροπήσει ενδεχόμενα μια ευρύτερη διατύπωση του περιεχομένου της υποχρέωσης ανταγωνισμού, αλλά πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της αναλογίας. Ωστόσο, πρέπει να αποφεύγεται η περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης, πιθανώς ακόμη και τμήματος της επαγγελματικής ελευθερίας του εργαζομένου. Το κριτήριο αυτό σκοπεύει απλώς να διατηρεί την υποχρέωση ανταγωνισμού μετά τη λήξη της εργασιακής σχέσης, χωρίς να περιορίζει την ανάγκη οικονομικής ασφάλειας και απασχόλησης του εργαζομένου, που είτε αποχωρήσει είτε λήξει η σύμβασή του.
Δ) Ρήτρα ανταγωνισμού ως αναγκαίος όρος για την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων της επιχείρησης
Κρίσιμη προϋπόθεση για το ξεκίνημα της υποχρέωσης ανταγωνισμού, ιδίως όταν αυτή επεκτείνεται στον χρόνο μετά το τέλος της εργασιακής σχέσης, είναι η ανάγκη προστασίας του δικαιολογημένου συμφέροντος της επιχείρησης. Αυτό περιορίζεται στις εκείνες τις πληροφορίες που ο εργοδότης έχει νόμιμο συμφέρον να προστατεύσει και όχι γενικά και αόριστα. Δηλαδή, πρόκειται για εμπιστευτικές πληροφορίες που είναι σημαντικές και υπολογίσιμες για την επιχείρηση σε έναν βαθμό που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητά της και τίποτα περισσότερο.
Απόφαση καθοριστική για την ισχύ των ρητρών εχεμύθειας και ανταγωνισμού – Πότε παύουν να ισχύουν.
Οποιεσδήποτε πληροφορίες που δεν μπορούν να προκαλέσουν σοβαρή ζημία στην επιχείρηση δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και δεν πρέπει να επιβάλλονται κυρώσεις στον εργαζόμενο. Δεν μπορεί να απαιτείται ανώτατος βαθμός σιωπηρής συμμόρφωσης από τον εργαζόμενο όταν δεν υπάρχει πραγματική, άμεση, και συγκεκριμένη απειλή κατά των συμφερόντων της επιχείρησης. Αυτό μπορεί να συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν η διαρροή εμπιστευτικής γνώσης σε τρίτους βλάπτει άμεσα την ανταγωνιστική θέση της επιχείρησης ή όταν προσπαθεί αντι-κανονικά να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα εις βάρος του εργοδότη, που διαθέτει απόρρητη τεχνογνωσία. Αυτή η ειδική δικαιολόγηση, η έλλειψη της οποίας καθιστά άκυρη την αντίστοιχη ρήτρα, πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, δηλαδή να απηχείται στο κείμενο της συγκεκριμένης ρήτρας.
Ούτε ισοδυναμεί με απαγόρευση δραστηριοποίησης του εργαζόμενου μετασυμβατικά στον ίδιο επιχειρηματικό τομέα, χρησιμοποιώντας την επαγγελματική του γνώση και πόρους προς όφελος μιας ανταγωνιστικής επιχείρησης. Η αποδοχή μιας συμβατικής ρήτρας εχεμύθειας για την περίοδο μετά τη λήξη της εργασιακής σχέσης δεν αποτελεί βάση για την κατηγορία του εργοδότη για παράλειψη ανταγωνισμού, εκτός εάν αυτό περιλαμβάνεται ρητά στην σύμβαση εργασίας.